Ἀποφθέγματα ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ Ἡσυχαστικὴ Ἁγιορείτικη Παράδοση

2023-09-26

Ὁ γέρω Ἡ­σύ­χιος Κων­στα­μο­νί­της γεν­νή­θη­κε στήν Προῦ­σα καί ἦρ­θε στήν Ἑλ­λά­δα μέ τήν Ἀν­ταλ­λα­γή. Ἦ­ταν τουρ­κό­φω­νος. Εἶ­χε δι­α­βά­σει μι­κρός τόν βί­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου στά Κα­ρα­μαν­λί­δι­κα (τουρ­κι­κά μέ ἑλ­λη­νι­κο­ύς χα­ρα­κτῆ­ρες) καί θέ­λη­σε νά τόν μι­μη­θῆ. Ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος σέ ἡ­λι­κί­α πε­ρί­που 18 ἐ­τῶν στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Κων­στα­μο­νί­του. Τοῦ ἄ­ρε­σε τό ἀ­πό­μα­κρον καί ἡ­συ­χα­στι­κό της. Ἄρ­χι­σε νά μα­θα­ί­νη τήν Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα. Χω­ρίς νά ἔ­χη πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση, ἔ­κα­νε ἀκρα­ί­α ἄ­σκη­ση κα­τά τόν πό­θο του γιά ἁ­γι­ό­τη­τα. Δέν ἄ­να­βε σόμ­πα στό κελ­λί του πα­ρά τό ὑ­γρό κλί­μα, νή­στευ­ε καί ἀ­γρυ­πνοῦ­σε. Ἔ­τσι ἔ­χα­σε τίς δυ­νά­μεις του καί ἔ­πα­θε κλο­νι­σμό τό νευ­ρι­κό του σύ­στη­μα, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά μήν μπο­ρῆ νά μι­λή­ση. Ὁ γε­ρω Δο­σί­θε­ος, ἕ­να εὐ­λα­βέ­στα­το γε­ρον­τά­κι, ἀ­νέ­λα­βε νά τόν γυ­ρί­ση στά με­γά­λα προ­σκυ­νή­μα­τα τοῦ Ὄ­ρους, γιά νά βρῆ τήν θε­ρα­πε­ί­α του. Τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε προ­σκυ­νών­τας τήν ζώ­νη τῆς Πα­να­γί­ας στό Βα­το­πέ­δι.

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στήν με­τά­νοιά του τα­πει­νω­μέ­νος μπῆ­κε στήν ὑ­πα­κοή. Ὁ Πνευ­μα­τι­κός τοῦ ἔ­βα­λε κα­νό­να στίς νη­στεῖ­ες (Δευ­τέ­ρα–Τε­τάρ­τη–Πα­ρα­σκευή) νά τρώ­η με­τά τήν δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου. Ἔ­κτο­τε ἔ­παιρ­νε ἀ­θό­ρυ­βα τό φα­γη­τό του ἀ­πό τό μα­γει­ρεῖ­ο καί ἀ­πο­συ­ρό­ταν στό πορ­τα­ρί­κι, ὅ­που ἦ­ταν τό δι­α­κό­νη­μά του ἐ­πί σει­ρά ἐ­τῶν. Στήν κοι­νή τρά­πε­ζα ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μό­νο στίς ἀρ­γί­ες. Ἀ­πό τήν με­ρί­δα τοῦ φα­γη­τοῦ του ἔ­τρω­γε λί­γο καί μέ τό ὑ­πό­λοι­πο τά­ϊ­ζε τά που­λά­κια. Εἶ­χε ἐ­πί­σης μό­νι­μα καί τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ καμ­πα­νά­ρη. Τήν ἄ­σκη­σή του δέν τήν γνώ­ρι­ζε κα­νε­ίς, δι­ό­τι ἦ­ταν ὀ­λι­γό­λο­γος. Ἡ ὅ­λη συμ­πε­ρι­φο­ρά του ἦ­ταν ἀ­κα­τα­νό­η­τη, διότι συμπεριφερόταν ὡς ἰδιόρρυθμος, ἀλ­λά ἔτσι ἔ­κρυ­βε τόν ἀ­γῶ­να του καί τήν πνευ­μα­τι­κή του ἐρ­γα­σί­α.

Ἐ­κοι­μή­θη προ­σπα­θών­τας ν᾿ ἀ­νά­ψη τό καν­δήλι τῆς εἰ­σό­δου στήν Μο­νή. Πα­ρά τήν ἀ­λου­σί­α, τό σῶ­μα του δέν ἀ­νέ­δι­δε δυ­σο­σμί­α, ἐ­νῶ στό ἀ­πέ­ριτ­το κελ­λί του δέν βρέ­θη­κε δε­ύ­τε­ρη ἀλ­λα­ξιά ρο­ύ­χων γιά τήν κη­δε­ί­α του.