Ἀποφθέγματα ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ Ἡσυχαστικὴ Ἁγιορείτικη Παράδοση
Ὁ γέρω Ἡσύχιος Κωνσταμονίτης γεννήθηκε στήν Προῦσα καί ἦρθε στήν Ἑλλάδα μέ τήν Ἀνταλλαγή. Ἦταν τουρκόφωνος. Εἶχε διαβάσει μικρός τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στά Καραμανλίδικα (τουρκικά μέ ἑλληνικούς χαρακτῆρες) καί θέλησε νά τόν μιμηθῆ. Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία περίπου 18 ἐτῶν στήν Ἱερά Μονή Κωνσταμονίτου. Τοῦ ἄρεσε τό ἀπόμακρον καί ἡσυχαστικό της. Ἄρχισε νά μαθαίνη τήν Ἑλληνική γλῶσσα. Χωρίς νά ἔχη πνευματική καθοδήγηση, ἔκανε ἀκραία ἄσκηση κατά τόν πόθο του γιά ἁγιότητα. Δέν ἄναβε σόμπα στό κελλί του παρά τό ὑγρό κλίμα, νήστευε καί ἀγρυπνοῦσε. Ἔτσι ἔχασε τίς δυνάμεις του καί ἔπαθε κλονισμό τό νευρικό του σύστημα, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μπορῆ νά μιλήση. Ὁ γερω Δοσίθεος, ἕνα εὐλαβέστατο γεροντάκι, ἀνέλαβε νά τόν γυρίση στά μεγάλα προσκυνήματα τοῦ Ὄρους, γιά νά βρῆ τήν θεραπεία του. Τό θαῦμα ἔγινε προσκυνώντας τήν ζώνη τῆς Παναγίας στό Βατοπέδι.
Ἐπιστρέφοντας στήν μετάνοιά του ταπεινωμένος μπῆκε στήν ὑπακοή. Ὁ Πνευματικός τοῦ ἔβαλε κανόνα στίς νηστεῖες (Δευτέρα–Τετάρτη–Παρασκευή) νά τρώη μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου. Ἔκτοτε ἔπαιρνε ἀθόρυβα τό φαγητό του ἀπό τό μαγειρεῖο καί ἀποσυρόταν στό πορταρίκι, ὅπου ἦταν τό διακόνημά του ἐπί σειρά ἐτῶν. Στήν κοινή τράπεζα ἐμφανιζόταν μόνο στίς ἀργίες. Ἀπό τήν μερίδα τοῦ φαγητοῦ του ἔτρωγε λίγο καί μέ τό ὑπόλοιπο τάϊζε τά πουλάκια. Εἶχε ἐπίσης μόνιμα καί τό διακόνημα τοῦ καμπανάρη. Τήν ἄσκησή του δέν τήν γνώριζε κανείς, διότι ἦταν ὀλιγόλογος. Ἡ ὅλη συμπεριφορά του ἦταν ἀκατανόητη, διότι συμπεριφερόταν ὡς ἰδιόρρυθμος, ἀλλά ἔτσι ἔκρυβε τόν ἀγῶνα του καί τήν πνευματική του ἐργασία.
Ἐκοιμήθη προσπαθώντας ν᾿ ἀνάψη τό κανδήλι τῆς εἰσόδου στήν Μονή. Παρά τήν ἀλουσία, τό σῶμα του δέν ἀνέδιδε δυσοσμία, ἐνῶ στό ἀπέριττο κελλί του δέν βρέθηκε δεύτερη ἀλλαξιά ρούχων γιά τήν κηδεία του.